
Τζίνα Αθανασίου, MSc, MMus, MSc – Γεωπόνος, Synelixis
Είμαστε τυχεροί που ζούμε σε μια χώρα όπου μπορούμε να καλλιεργούμε πολλές ποικιλίες εσπεριδοειδών και να απολαμβάνουμε τα φρέσκα φρούτα και τους χυμούς τους. Ωστόσο, από τα διάφορα προβλήματα που μπορεί να εμφανιστούν κατά την καλλιεργητική περίοδο, κανένα δεν είναι πιο απογοητευτικό από την πτώση και το σχίσιμο των καρπών, το οποίο αποτελεί σημαντική οικονομική πρόκληση για τους παραγωγούς εσπεριδοειδών παγκοσμίως.
Τα εσπεριδοειδή ανθίζουν σε αφθονία την άνοιξη, αλλά συνήθως, λιγότερο από το 2% θα γίνουν καρποί που μπορούν να συγκομιστούν. Το 98% δηλαδή των λουλουδιών που βλέπουμε κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας θα καταλήξει στο έδαφος του οπωρώνα κάποια στιγμή κατά την ανάπτυξη των καρπών.
Αν και η καρπόπτωση είναι κατά βάση ένας εξελικτικός μηχανισμός, μια φυσική διαδικασία αναγκαία για την τη ρύθμιση του φορτίου των δέντρων, διάφοροι περιβαλλοντικοί, διατροφικοί και παθολογικοί παράγοντες μπορούν να την επιδεινώσουν. Όταν είναι υπερβολική όμως, η καρπόπτωση επηρεάζει άμεσα το δυναμικό απόδοσης και δημιουργεί αναποτελεσματικότητα στη χρήση των πόρων, καθώς τα δέντρα, όπως και ο παραγωγός, επενδύουν ενέργεια να αναπτύσσουν καρπούς που δεν φτάνουν ποτέ στην ωριμότητα.
Τα εσπεριδοειδή είναι πολύ ευαίσθητα στις μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες. Παράγοντες όπως οι υψηλές θερμοκρασίες, απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας, οι έντονες βροχοπτώσεις, ηλιοφάνεια, ξηρασία, αλατότητα και υδατικό στρες είναι επιζήμιοι για την επικονίαση, την καρπόδεση και τη διατήρηση των καρπών, καθώς οδηγούν σε υποβάθμιση των φυσικών και βιοχημικών ιδιοτήτων που προκαλούν άμεσα ή έμμεσα καρπόπτωση.
Η καρπόπτωση στα εσπεριδοειδή συμβαίνει σε τρία βασικά διακριτά κύματα
1. Καρπόπτωση κατά την ανθοφορία και αμέσως μετά
Κατά την ανθοφορία και αμέσως μετά, τα δέντρα απορρίπτουν φυσιολογικά ένα ποσοστό ανθέων και καρπιδίων. Η διαδικασία αυτή συντελεί περίπου στο 80-90% της συνολικής απόρριψης των καρπών και ρυθμίζεται κυρίως από ορμονικές αλλαγές ώστε τα δέντρα να θρέψουν επαρκώς τους καρπούς που απομένουν. Εντούτοις, φτωχή επικονίαση, χαμηλή υγρασία εδάφους (όπως και υπερβολική), αιφνίδια θερμοκρασιακά στρες και έλλειψη θρεπτικών, μπορούν να επιδεινώσουν αυτό το κύμα.
2. Καρπόπτωση Ιουνίου (Γνωστή και ως ‘June Drop’)
Αυτό είναι το πιο χαρακτηριστικό και μαζικό κύμα απόρριψης καρπών και αφορά περίπου στο 10% της συνολικής παραγωγής των καρπών. Αρχίζει περίπου ένα με δύο μήνες μετά την άνθηση, (στη Ελλάδα λαμβάνει χώρα τον Μάιο ή Ιούνιο, αναλόγως των περιοχών και θερμοκρασιών) και επηρεάζει τους νεαρούς καρπούς μεγέθους 1-3cm.
Αν και η καρπόπτωση αυτού του σταδίου οφείλεται σε συνδυασμό παραγόντων συμπεριλαμβανομένου του ανταγωνισμού μεταξύ των καρπών για ενέργεια (υδατάνθρακες), ορμονικών ανισορροπιών και έλλειψη θρεπτικών, μελέτες έχουν δείξει πως το στρες λόγω των πολύ υψηλών θερμοκρασιών και των απότομων αυξομειώσεών της σε συνδυασμό με την έλλειψη ή περίσσια νερού είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες που επιδεινώνουν σημαντικά το ποσοστό καρπόπτωσης.
Συγκεκριμένα, το υδατικό στρες κατά τη διάρκεια της ταχείας ανάπτυξης του καρπού (ιδίως σε ποικιλίες όπως τα πορτοκάλια Navel) οδηγεί σε έντονη καρπόπτωση και μειωμένη συγκομιδή.
3. Καρπόπτωση αρχές φθινοπώρου και προ-συγκομιδής
Το τελικό κύμα συμβαίνει κοντά στον χρόνο συγκομιδής και είναι εξίσου προβληματικό για τους παραγωγούς, καθώς αντιπροσωπεύει την απώλεια σχεδόν ώριμων καρπών. Η απόσχιση στις αρχές φθινοπώρου συμβαίνει κυρίως λόγω ξηρασίας, υπερβολικής ή ελλιπούς άρδευσης, καύσωνα και ανισορροπίας ή έλλειψης θρεπτικών συστατικών, και ειδικά του καλίου, ενώ πριν τη συγκομιδή οφείλεται περισσότερο στη φυσική γήρανση και σε καιρικές συνθήκες όπως χαλάζι ή ξαφνικός παγετός.
Αυτή η περίοδος περιλαμβάνει διάφορα άλλα προβλήματα που προκαλούν μείωση στην παραγωγή, τόσο σε ποσοτικό όσο και σε ποιοτικό επίπεδο όπως είναι πίεση προσβολών από εντομολογικούς εχθρούς και ασθένειες που μπορεί να οδηγήσει σε καρπόπτωση, και το σχίσιμο των καρπών. Και εδώ, περίοδοι ξηρών καιρικών συνθηκών ακολουθούμενες από έντονες βροχοπτώσεις ή αρδεύσεις, ακανόνιστα ποτίσματα, καθώς και έλλειψη καλίου προκαλούν άμεσα ή έμμεσα την άνιση αύξηση της σάρκας και του φλοιού των καρπών που τελικά οδηγούν στο σχίσιμό τους.
Διαχείριση της καρπόπτωσης
Όπως συνεπώς γίνεται κατανοητό, η καλή φροντίδα των δέντρων σε συνδυασμό με σωστή διαχείριση της άρδευσης, της θρέψης και φυτοπροστασίας, κρίνεται απαραίτητη. Οι θερμοκρασίες και το νερό ως σημαντικότεροι περιβαλλοντικοί παράγοντες κατά την περίοδο της καρπόδεσης που εντείνουν την πρόωρη καρπόπτωση, οδηγούν τους παραγωγούς να πρέπει να διαχειρίζονται προσεκτικά τα προγράμματα άρδευσης για να ελαχιστοποιήσουν την υπερβολική απώλεια καρπών, όπως και του σχισίματος, κατά τη διάρκεια κρίσιμων περιόδων.
Όμως, το υπερβολικό πότισμα των δέντρων, κατά την εποχή της ανθοφορίας και καρπόδεσης, που δίνεται σαν αντιστάθμισμα προς τους δυσμενείς παράγοντες, προκαλεί έκπλυση αζώτου και καλίου που είναι απαραίτητα για την καρπόδεση, και κατά συνέπεια αυξημένη καρπόπτωση. Από την άλλη, το νερό είναι απαραίτητο για τη διαθεσιμότητα των στοιχείων αυτών, που κατά τη διάρκεια ξηρών περιόδων δεν απορροφούνται από τα δέντρα.
Καθώς τα κύματα καύσωνα και λειψυδρίας όπως και οι γρήγορα μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες εντείνονται τα τελευταία χρόνια λόγω κλιματικής αλλαγής, ο παραδοσιακός τρόπος διαχείρισης της εμπορικής καλλιέργειας βάσει προσωπικής εκτίμησης των συνθηκών, φαίνεται να μην αρκεί πλέον από μόνος του για να αντιμετωπίσει επιτυχώς και στοχευμένα τις αυξανόμενες αυτές προκλήσεις.
Ευφυής άρδευση των εσπεριδοειδών
Τεχνολογίες ευφυούς γεωργίας και άρδευσης μπορούν να δώσουν λύσεις και να συνεπικουρήσουν καθοριστικά στο μείζον θέμα της διαχείρισης του νερού. Η τεχνολογία SynField, που είναι διαθέσιμη και ευρέως εφαρμοζόμενη στην Ελλάδα και σε 17 χώρες του εξωτερικού, προσφέρει μία ολοκληρωμένη λύση που συνδυάζει αισθητήρες υγρασίας εδάφους, αγρομετεωρολογικούς σταθμούς και απομακρυσμένο έλεγχο άρδευσης. Μέσω της συνεχούς παρακολούθησης των συνθηκών στο χωράφι από την ολοκληρωμένη πλατφόρμα υποστήριξης αποφάσεων, το σύστημα παρέχει σε πραγματικό χρόνο δεδομένα και ειδοποιήσεις στον παραγωγό, ώστε να εφαρμόζει μόνο την απαραίτητη ποσότητα νερού, στον σωστό χρόνο. Αυτό αποτρέπει την ξηρασία ή τον κορεσμό του εδάφους, επιτρέποντας στο ριζικό σύστημα να λειτουργεί στο βέλτιστο εύρος υγρασίας, κάτι που είναι καθοριστικό για τη συγκράτηση των καρπών και τη ρύθμιση του μεγέθους τους. Επιπλέον, εφαρμογή τεχνικών όπως η στάγδην- και υπόγεια στάγδην άρδευση και η ρυθμιζόμενη ελλειμματική άρδευση (regulated deficit irrigation) επιτρέπουν την εξοικονόμηση υδατικών πόρων και αυξάνουν την αποδοτικότητα του νερού χωρίς συμβιβασμό στην ποιότητα, ενώ σε κρίσιμες περιόδους η ευφυής άρδευση δρα προληπτικά, προλαβαίνοντας συνθήκες που οδηγούν σε μαζική καρπόπτωση. Με την αξιοποίηση τέτοιων συστημάτων και λύσεων, οι Έλληνες παραγωγοί μπορούν να προστατεύσουν την παραγωγή τους από απώλειες, να διασφαλίσουν την ομοιομορφία της ωρίμανσης και να ενισχύσουν τη βιωσιμότητα και το εισόδημα της καλλιέργειάς τους..
Συμπερασματικά
Η καρπόπτωση είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο το οποίο προκαλεί μείωση της απόδοσης και οικονομικές απώλειες στα εσπεριδοειδή. Και ενώ δεν μπορεί να αποφευχθεί, χρειάζεται και μπορεί να μετριαστεί. H σωστή διαχείριση της υγρασίας του εδάφους είναι ίσως το πιο κρίσιμο εργαλείο που έχει στα χέρια του ο παραγωγός και η τεχνολογία είναι σύμμαχος σε αυτό. Η επένδυση σε λύσεις ευφυούς άρδευσης δεν είναι πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα, ειδικά εν μέσω κλιματικής μεταβλητότητας και της αυξανόμενης πίεσης στους υδατικούς πόρους, ώστε να δώσει ο παραγωγός στα δέντρα του τις σωστές συνθήκες να κρατήσουν τους καρπούς που θα του δώσουν ποιοτική και ποσοτική παραγωγή.
Τζίνα Αθανασίου, MSc, MMus, MSc – Γεωπόνος, Synelixis