
Για τον Έλληνα αγρότη, η κλιματική αλλαγή, η αυξανόμενη λειψυδρία και οι παρατεταμένες περίοδοι ξηρασίας δεν αποτελούν πλέον αφηρημένες επιστημονικές έννοιες, αλλά μια σκληρή καθημερινή πραγματικότητα. Οι κλιματικές προβολές προβλέπουν μείωση των βροχοπτώσεων κατά 10-30% έως το 2050, θέτοντας το 30% της χώρας σε κίνδυνο ερημοποίησης. Σε αυτό το πιεστικό πλαίσιο, η αποδοτική διαχείριση του νερού παύει να είναι απλώς μια καλή πρακτική και μετατρέπεται σε ζήτημα επιβίωσης για τον πρωτογενή τομέα.
Ωστόσο, η προσέγγισή μας στην άρδευση συχνά περιορίζεται σε μια απλοϊκή λογική: το φυτό διψάει, του δίνουμε νερό. Αυτή όμως η θεώρηση παραβλέπει μια θεμελιώδη αλήθεια: η άρδευση δεν είναι μια απλή εισροή, αλλά μια από τις ισχυρότερες διαχειριστικές παρεμβάσεις που ασκούμε στο χωράφι μας. Κάθε σταγόνα νερού που εφαρμόζουμε πυροδοτεί μια πολύπλοκη αλυσίδα φυσικών, χημικών και βιολογικών διεργασιών κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Ο τρόπος, η συχνότητα και η ποσότητα της άρδευσης μπορούν είτε να οικοδομήσουν ένα γόνιμο, ανθεκτικό και ζωντανό έδαφος, είτε να το υποβαθμίσουν σταδιακά, οδηγώντας σε ένα συμπιεσμένο, αλατούχο και βιολογικά νεκρό υπόστρωμα. Παγκοσμίως, οι μη βιώσιμες γεωργικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της κακής διαχείρισης της γης και του νερού, ευθύνονται για το 62% της υποβάθμισης των εδαφών.
Φυσικές και χημικές επιπτώσεις στο έδαφος
Οι μέθοδοι και οι πρακτικές άρδευσης που επιλέγουμε έχουν άμεσες και συχνά δραματικές συνέπειες στη δομή και τη χημική σύσταση του εδάφους. Αυτές οι επιπτώσεις, αν και αρχικά μπορεί να είναι ανεπαίσθητες, συσσωρεύονται με τον χρόνο, καθορίζοντας τη μακροπρόθεσμη γονιμότητα και παραγωγικότητα του αγρού.
Διάβρωση: η σιωπηλή απώλεια γονιμότητας
Η υδατική διάβρωση είναι η διαδικασία απομάκρυνσης του πολύτιμου επιφανειακού στρώματος του εδάφους από τη δύναμη του νερού. Παραδοσιακές μέθοδοι όπως η άρδευση με κατάκλιση ή σε λωρίδες ή αυλάκια, ειδικά σε επικλινή εδάφη, είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στην πρόκληση διάβρωσης. Όταν το νερό ρέει με μεγάλη ταχύτητα στην επιφάνεια, παρασύρει μαζί του τα λεπτότερα και πιο γόνιμα σωματίδια του εδάφους, συμπεριλαμβανομένης της οργανικής ουσίας. Έρευνες έχουν δείξει ότι η άρδευση με αυλάκια μπορεί να απομακρύνει από 2 έως 20 τόνους εδάφους ανά στρέμμα ετησίως, μια απώλεια πολλαπλάσια του φυσικού ρυθμού αναπλήρωσης του εδάφους. Αυτή η απώλεια δεν είναι απλώς μια μετακίνηση χώματος. Είναι η απώλεια του πιο ζωντανού και θρεπτικού τμήματος του χωραφιού, που οδηγεί σε σταδιακή μείωση της γονιμότητας και αύξηση του κόστους λίπανσης. Αντίθετα, σύγχρονες μέθοδοι όπως η στάγδην άρδευση, εφαρμόζοντας το νερό αργά και απευθείας στη ριζόσφαιρα, ελαχιστοποιούν την επιφανειακή απορροή και σχεδόν μηδενίζουν τον κίνδυνο διάβρωσης, προστατεύοντας το κεφάλαιο του αγρότη που είναι το ίδιο το έδαφος.
Συμπίεση: όταν το έδαφος ασφυκτιά
Η δομή του εδάφους, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο τα εδαφικά σωματίδια συνδέονται μεταξύ τους δημιουργώντας συσσωματώματα, είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία του. Μια καλή δομή εξασφαλίζει την ύπαρξη πόρων διαφόρων μεγεθών, που επιτρέπουν την κυκλοφορία του αέρα, τη διείσδυση του νερού και την απρόσκοπτη ανάπτυξη των ριζών. Η υπερβολική άρδευση, και ειδικά όταν το έδαφος είναι ήδη νωπό, μπορεί να αποβεί καταστροφική για τη δομή αυτή, καθώς το νερό εκτοπίζει τον αέρα από τους πόρους καθιστώντας έτσι τα εδαφικά σωματίδια ευάλωτα στη συμπίεση από το βάρος των γεωργικών μηχανημάτων ή ακόμα και από τη δύναμη της βαρύτητας . Η συμπίεση καταστρέφει τους μεγάλους πόρους του εδάφους, μειώνει δραματικά τον αερισμό, εμποδίζει την αποστράγγιση και δημιουργεί ένα φυσικό εμπόδιο στην ανάπτυξη των ριζών. Οι ρίζες αναγκάζονται να αναπτυχθούν σε ένα αφιλόξενο, ανοξικό περιβάλλον, περιορίζοντας την ικανότητά τους να προσλαμβάνουν νερό και θρεπτικά. Το αποτέλεσμα είναι ένα στρεσαρισμένο φυτό με μειωμένη παραγωγικότητα, ακόμα και αν το νερό και τα λιπάσματα παρέχονται σε αφθονία.
Αλάτωση: ο αόρατος εχθρός στη ριζόσφαιρα
Η αλάτωση του εδάφους είναι ένας από τους πιο ύπουλους και σοβαρούς κινδύνους που συνδέονται με την άρδευση, ιδιαίτερα στις ξηροθερμικές συνθήκες της Μεσογείου και ειδικότερα σε παράκτιες και νησιωτικές περιοχές της Ελλάδας, όπου η ποιότητα του νερού είναι συχνά οριακή. Κάθε αρδευτικό νερό, ακόμα και το «γλυκό», περιέχει διαλυμένα άλατα. Καθώς τα φυτά απορροφούν το νερό, τα άλατα παραμένουν και συσσωρεύονται στο έδαφος. Η πρακτική των συχνών, μικρών δόσεων άρδευσης, ειδικά με νερό αυξημένης ηλεκτρικής αγωγιμότητας (ECw), επιδεινώνει δραματικά το πρόβλημα. Το νερό εξατμίζεται από την επιφάνεια, αφήνοντας πίσω του τα άλατα, τα οποία συγκεντρώνονται στο πιο κρίσιμο σημείο, τη ζώνη των ριζών.
Αυτή η συσσώρευση αυξάνει την ηλεκτρική αγωγιμότητα του εδαφικού διαλύματος (ECe), δημιουργώντας αυτό που ονομάζουμε «φυσιολογική ξηρασία». Το φυτό, δηλαδή, παρόλο που περιβάλλεται από υγρασία, δυσκολεύεται να προσλάβει νερό διότι πρέπει να υπερνικήσει την υψηλή ωσμωτική πίεση που ασκούν τα άλατα. Αυτό οδηγεί σε υδατικό στρες και αργή και μειωμένη ανάπτυξη (ενώ τα φυτά μπορεί να μην δείχνουν μαραμένα) και, σε σοβαρές περιπτώσεις, σε τοξικότητα από συγκεκριμένα ιόντα όπως νατρίου και χλωρίου που, αναλόγως της ευαισθησίας της κάθε καλλιέργειας, μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές μειώσεις στην παραγωγή (Εικ. 1).

Εικόνα 1. Επίδραση διαφορετικών βαθμών αλατότητας ( NaCl) στην ανάπτυξη του αραβόσιτου ( Πηγή : Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου)
Έκπλυση Θρεπτικών: το κόστος της υπερβολής
Ενώ οι μικρές δόσεις άρδευσης προκαλούν αλάτωση, οι υπερβολικές δημιουργούν ένα διαφορετικό, αλλά εξίσου σοβαρό πρόβλημα: την έκπλυση θρεπτικών συστατικών. Όταν η ποσότητα του νερού που εφαρμόζεται υπερβαίνει την ικανότητα συγκράτησης νερού του εδάφους, το πλεονάζον νερό κινείται προς τα κάτω, παρασύροντας μαζί του ευκίνητα θρεπτικά στοιχεία, με κυριότερο το νιτρικό άζωτο, αποτελώντας άμεση οικονομική απώλεια για τον παραγωγό και, ίσως πιο σημαντικό, μολύνοντας τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες. Η κακή διαχείριση της άρδευσης μετατρέπει έτσι μια γεωργική εισροή σε περιβαλλοντικό ρύπο, υπονομεύοντας τη βιωσιμότητα ολόκληρου του αγροτικού συστήματος.
Βασικά Σημεία
- Διάβρωση: Οι παραδοσιακές μέθοδοι άρδευσης (κατάκλιση, αυλάκια) μπορούν να προκαλέσουν σημαντική απώλεια γόνιμου εδάφους, σε αντίθεση με τη στάγδην άρδευση.
- Συμπίεση: Η υπερ-άρδευση σε υγρά εδάφη καταστρέφει τη δομή του εδάφους, μειώνει τον αερισμό και εμποδίζει την ανάπτυξη των ριζών.
- Αλάτωση: Η συσσώρευση αλάτων στη ριζόσφαιρα, ειδικά με υφάλμυρο νερό, προκαλεί ωσμωτικό στρες στα φυτά και μειώνει την παραγωγή.
- Έκπλυση: Η υπερβολική άρδευση οδηγεί σε απώλεια πολύτιμων θρεπτικών (π.χ. νιτρικά) και ρύπανση των υπόγειων υδάτων.
Επιδράσεις στην υγεία του εδάφους
Πέρα από τις άμεσες φυσικοχημικές αλλαγές, οι πρακτικές άρδευσης ασκούν μια βαθιά και συχνά υποτιμημένη επίδραση στο πιο δυναμικό στοιχείο του αγρού: το εδαφικό οικοσύστημα. Το έδαφος δεν είναι ένα αδρανές μέσο στήριξης, αλλά μια πολύβουη μητρόπολη δισεκατομμυρίων μικροοργανισμών και ενζύμων που αυτά παράγουν, που εκτελούν ζωτικές λειτουργίες σε μια συμβιωτική σχέση με τα φυτά. Ο τρόπος που διαχειριζόμαστε το νερό καθορίζει σε μεγάλο βαθμό αν αυτή θα ευημερεί ή θα παρακμάζει.
Μικροβίωμα και βιοχημική λειτουργικότητα
Οι μικροβιακές κοινότητες του εδάφους (βακτήρια, μύκητες, πρωτόζωα) είναι οι αφανείς ήρωες της γονιμότητας. Ανακυκλώνουν θρεπτικά συστατικά, αποδομούν την οργανική ουσία σε αξιοποιήσιμες από τα φυτά ουσίες και βελτιώνουν τη δομή του εδάφους. Ωστόσο, η επιβίωση και η δραστηριότητά τους εξαρτώνται απόλυτα από τις συνθήκες υγρασίας, αερισμού και χημείας του εδάφους, τις οποίες η άρδευση επηρεάζει δραστικά. Οι απότομοι κύκλοι έντονης ξηρασίας που ακολουθούνται από κορεσμό – χαρακτηριστικό των αραιών και μεγάλων αρδεύσεων – προκαλούν ωσμωτικό σοκ στους μικροοργανισμούς και μειώνεται η λειτουργική τους ποικιλομορφία. Η εποχική ξηρασία, εν τω μεταξύ, μειώνει τα αποθέματα μικροβιακού αζώτου και φωσφόρου κατά 15-20% με αποτέλεσμα να αναγκάζονται οι κοινότητες να διαθέτουν πόρους για αντοχή στο στρες αντί για την ανάπτυξή τους. Τέτοιες αλλαγές διαταράσσουν τις συμβιωτικές σχέσεις με τα φυτά, περιορίζοντας την ανταλλαγή θρεπτικών ουσιών σε ήδη ολιγοτροφικά εδάφη.
Η υπεράρδευση, από την άλλη, δημιουργεί ανοξικές (χωρίς οξυγόνο) συνθήκες που αλλάζουν τη σύσταση της μικροβιακής κοινότητας, ευνοώντας έτσι την ανάπτυξη αναερόβιων μικροοργανισμων, πολλά από τα οποία είναι παθογόνα, ενώ ταυτόχρονα καταστέλλουν τους ωφέλιμους αερόβιους πληθυσμούς.
Η αλάτωση, όπως αναλύθηκε προηγουμένως, είναι ιδιαίτερα τοξική για τη μικροβιακή ζωή. Έρευνες έχουν αποδείξει ότι η αύξηση της αλατότητας και της αλκαλικότητας που προκαλείται από την άρδευση μειώνει προοδευτικά τη μικροβιακή κοινότητα, με μειωμένη μεταβολική δραστηριότητα. Αυτό έχει ως συνέπεια την επιβράδυνση κρίσιμων βιοχημικών διεργασιών, όπως η απονιτροποίηση και η ανοργανοποίηση του άνθρακα, του αζώτου και του φωσφόρου, μειώνοντας τη φυσική διαθεσιμότητα θρεπτικών στοιχείων για την καλλιέργεια.
Από τους μικροοργανισμούς στη βιοποικιλότητα: μια εύθραυστη αλυσίδα
Η επίδραση της άρδευσης δεν σταματά στο μικροβιακό επίπεδο. Επεκτείνεται σε ολόκληρο το αγροοικολογικό πλέγμα, επηρεάζοντας την πανίδα του εδάφους και τα ωφέλιμα έντομα. Για παράδειγμα, μελέτες έχουν δείξει ισχυρές αρνητικές επιπτώσεις της άρδευσης (ειδικά της κατάκλισης) στην αφθονία ωφέλιμων αρθροπόδων, όπως αρπακτικών, παρασιτοειδών και επικονιαστών. Η διαταραχή του εδαφικού περιβάλλοντος με τη δημιουργία ακατάλληλων συνθηκών υγρασίας μπορούν να καταστρέψουν τους βιοτόπους, τα καταφύγια και τις πηγές τροφής αυτών των οργανισμών, οι οποίοι είναι σύμμαχοι του αγρότη στη βιολογική καταπολέμηση εχθρών και στην επικονίαση. Η υιοθέτηση πρακτικών που προάγουν την υγεία του εδάφους, όπως η μειωμένη κατεργασία, η φυτοκάλυψη και οι οργανικές προσθήκες, εξαρτώνται από την ορθολογική και στοχευμένη διαχείριση της άρδευσης για να είναι επιτυχής. Μια ισορροπημένη υγρασία υποστηρίζει την ανάπτυξη της φυτοκάλυψης, η οποία με τη σειρά της παρέχει καταφύγιο και τροφή για τους επικονιαστές και άλλα ωφέλιμα έντομα, ενισχύοντας τη συνολική βιοποικιλότητα και ανθεκτικότητα του αγροκτήματος.
Η αμφίδρομη σχέση οργανικής ουσίας και νερού
Η οργανική ουσία είναι η καρδιά της γονιμότητας του εδάφους και η σχέση της με το νερό είναι βαθιά αμφίδρομη. Από τη μία πλευρά, η σωστή διαχείριση της άρδευσης προάγει την ανάπτυξη των φυτών και τη δραστηριότητα των μικροβίων που οδηγεί σε μεγαλύτερη παραγωγή βιομάζας (ρίζες, φυτικά υπολείμματα) και ταχύτερη αποδόμησή της, διαδικασίες που αυξάνουν το ποσοστό της οργανικής ουσίας στο έδαφος (SOM). Από την άλλη πλευρά, ένα έδαφος πλούσιο σε οργανική ουσία συμπεριφέρεται σαν σφουγγάρι. Η οργανική ουσία βελτιώνει τη δομή του εδάφους, δημιουργώντας σταθερά συσσωματώματα και αυξάνοντας το πορώδες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την καλύτερη διήθηση και στράγγιση του νερού, μείωση της διάβρωσης και, κυρίως, την αύξηση της ικανότητας συγκράτησης νερού (water-holding capacity) για απορρόφηση από τα φυτά (Εικ. 2). Σε ελαιώνες της Μεσογείου, η συνδυασμένη χρήση κομπόστ με ελλειμματική άρδευση μείωσε την απώλεια οργανικού άνθρακα του εδάφους (SOC) κατά 6-38% μεταξύ δειγματοληψιών, αποδεικνύοντας ότι η στρατηγική διαχείριση του νερού επηρεάζει την ικανότητα δέσμευσης άνθρακα. Έρευνες δείχνουν ότι για κάθε 1% αύξηση της οργανικής ουσίας, η ικανότητα συγκράτησης νερού μπορεί να αυξηθεί σημαντικά, επιτρέποντας στην καλλιέργεια να αντέξει περισσότερες ημέρες χωρίς βροχή ή άρδευση. Αυτός ο ενάρετος κύκλος – καλή άρδευση οδηγεί σε περισσότερη οργανική ουσία, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε καλύτερη διαχείριση του νερού – είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ανθεκτικής και βιώσιμης γεωργίας.

Εικόνα 2. Σύγκριση περιεκτικότητας σε νερό με βάση την υφή του εδάφους και το ποσοστό οργανικής ύλης. Πηγή: Δεδομένα από University of Minnesota Extension.
Από το υγιές έδαφος στην ποιοτική σοδειά: η τελική επίδραση στην παραγωγή
Όλες οι προαναφερθείσες επιδράσεις της άρδευσης στο έδαφος – φυσικές, χημικές και βιολογικές – δεν είναι απλώς ακαδημαϊκές έννοιες, αλλά συγκλίνουν και εκφράζονται τελικά σε αυτό που καθορίζει την οικονομική βιωσιμότητα της εκμετάλλευσης: την ποιότητα και την ποσότητα της παραγωγής. Ένα υποβαθμισμένο έδαφος δεν μπορεί να υποστηρίξει μια ποιοτική σοδειά, ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες εισροές.
Ένα δομικά υγιές, καλά αεριζόμενο και βιολογικά ενεργό έδαφος λειτουργεί ως ένας αποτελεσματικός συνεργάτης για το ριζικό σύστημα του φυτού. Η καλή δομή επιτρέπει στις ρίζες να διεισδύουν βαθιά και να εξερευνούν μεγαλύτερο όγκο εδάφους, αυξάνοντας την πρόσβασή τους σε νερό και θρεπτικά συστατικά. Οι ωφέλιμοι μικροοργανισμοί του εδάφους, όπως οι μυκόρριζες, επεκτείνουν ουσιαστικά το ριζικό σύστημα, βοηθώντας στην πρόσληψη δυσδιάλυτων στοιχείων όπως ο φώσφορος. Αντίθετα, ένα ανοξικό, συμπιεσμένο, υπερκορεσμένο σε νερό έδαφος περιορίζει την ανάπτυξη των ριζών και αυξάνει τον κίνδυνο ασθενειών που προκαλούνται από παθογόνα και μύκητες. Ένα αλατούχο έδαφος εμποδίζει την πρόσληψη νερού λόγω ωσμωτικής πίεσης και μπορεί να προκαλέσει ανισορροπίες θρεπτικών στοιχείων, όπως ανταγωνισμό μεταξύ νατρίου και καλίου. Ένα βιολογικά φτωχό έδαφος δεν μπορεί να μετατρέψει αποτελεσματικά τα οργανικά λιπάσματα σε ανόργανες, προσλήψιμες μορφές. Συνεπώς, η κακή διαχείριση της άρδευσης οδηγεί σε ένα περιβάλλον όπου το φυτό αγωνίζεται να τραφεί, ακόμα και αν το χωράφι είναι λιπασμένο και ποτισμένο.
Το υδατικό στρες, είτε προκαλείται από πραγματική έλλειψη νερού είτε από την «φυσιολογική ξηρασία» της αλάτωσης, έχει άμεσες και μετρήσιμες αρνητικές επιπτώσεις στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των καρπών. Ωστόσο, ένα ήπιο, ελεγχόμενο υδατικό στρες σε συγκεκριμένα στάδια υπό ελεγχόμενη ελλειμματική άρδευση, μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα στην ποιότητα. Σε οινοποιήσιμα σταφύλια, το ήπιο στρες μετά το στάδιο του περκασμού με μείωση του νερού κατά 30-50%, αυξάνει τη συγκέντρωση σακχάρων (Brix), φαινολικών ενώσεων και ανθοκυανών κατά 15-30%, βελτιώνοντας το χρώμα και το αρωματικό προφίλ του κρασιού. Αντίστοιχα, στην ελιά, επηρεάζει θετικά την περιεκτικότητα σε λάδι και τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του ελαιόλαδου. Στο βαμβάκι, υποστηρίζει μεγαλύτερο μήκος και αντοχή ινών. Η πρόκληση έγκειται στην εφαρμογή αυτού του στρες με ακρίβεια, κάτι που οι παραδοσιακές μέθοδοι άρδευσης αδυνατούν να κάνουν.
Η ευφυής άρδευση ως αγροοικολογικό εργαλείο
Μια ουσιαστική απάντηση στις σύνθετες και αλληλένδετες προκλήσεις που αναλύθηκαν βρίσκεται στην υιοθέτηση της γεωργίας ακριβείας. Η ευφυής άρδευση αποτελεί την αιχμή του δόρατος αυτής της προσέγγισης, μετατρέποντας την άρδευση από μια τυφλή, προγραμματισμένη ενέργεια σε μια στοχευμένη, βασισμένη σε δεδομένα παρέμβαση. H προσέγγιση αυτή απαντά με ακρίβεια στα θεμελιώδη ερωτήματα: πότε, πού και πόσο νερό χρειάζεται πραγματικά η καλλιέργεια. Μελέτες περίπτωσης έχουν αποδείξει την αποτελεσματικότητα αυτής της προσέγγισης. Για παράδειγμα, σε μια μελέτη σε οπωρώνα, ένα σύστημα άρδευσης ακριβείας μείωσε τη χρήση νερού κατά 52.4% σε σύγκριση με την παραδοσιακή διαχείριση, ενώ ταυτόχρονα αύξησε την εμπορεύσιμη απόδοση κατά 21%, οδηγώντας σε μια εντυπωσιακή αύξηση 232% στην αποδοτικότητα χρήσης νερού (Εικ. 3).

Εικόνα 3. Σύγκριση απόδοσης: Άρδευση ακριβείας vs παραδοσιακή. Πηγή: Δεδομένα από WSU Tree Fruit Research & Extension Center, 2024
Η πλατφόρμα ευφυούς γεωργίας SynField υλοποιεί αυτήν ακριβώς την αρχή, λειτουργώντας ως ένας ολοκληρωμένος εγκέφαλος για τη διαχείριση του αγρού. Ενσωματώνει πληροφορίες που συλλέγονται σε πραγματικό χρόνο από αισθητήρες εδάφους σε διαφορετικά βάθη της ριζόσφαιρας, από ιδιόκτητους μετεωρολογικούς σταθμούς που καταγράφουν τις τοπικές καιρικές συνθήκες, και από προηγμένα μοντέλα εξατμισοδιαπνοής της κάθε καλλιέργειας. Αναλύοντας συνδυαστικά αυτά τα δεδομένα, το SynField καθορίζει την ακριβή ποσότητα νερού που απαιτείται και αυτοματοποιεί την εφαρμογή της, τη σωστή στιγμή, απευθείας στη ζώνη των ριζών. Με αυτόν τον τρόπο, ελαχιστοποιείται η επιφανειακή απορροή και η διάβρωση, αποφεύγεται η συμπίεση και η έκπλυση θρεπτικών, ενώ η συσσώρευση αλάτων ελέγχεται αποτελεσματικά μέσω στοχευμένων, υπολογισμένων εκπλύσεων μόνο όταν είναι απαραίτητο. Το αποτέλεσμα είναι η βελτιστοποίηση της χρήσης του νερού, η προστασία και διατήρηση ενός υγιούς, ζωντανού, λειτουργικού εδάφους και η παραγωγή μιας σοδειάς ανώτερης και πιο σταθερής ποιότητας, διασφαλίζοντας έτσι την ανθεκτικότητα και τη βιωσιμότητα της ελληνικής γεωργικής εκμετάλλευσης.
Τζίνα Αθανασίου, MSc, MMus, MSc – Γεωπόνος, Synelixis









